ξηρασία

ξηρασία
η см. ξηρότητα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξηρασία" в других словарях:

  • ξηρασία — ξηρασίᾱ , ξηρασία desiccation fem nom/voc/acc dual ξηρασίᾱ , ξηρασία desiccation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίᾳ — ξηρασίᾱͅ , ξηρασία desiccation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… …   Dictionary of Greek

  • ξηρασία — η βλ. ξερασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρασίας — ξηρασίᾱς , ξηρασία desiccation fem acc pl ξηρασίᾱς , ξηρασία desiccation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίαι — ξηρασίᾱͅ , ξηρασία desiccation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίαν — ξηρασίᾱν , ξηρασία desiccation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίη — ξηρασία desiccation fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίην — ξηρασία desiccation fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίης — ξηρασία desiccation fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρασίῃ — ξηρασία desiccation fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»